προκινώ

προκινώ
-έω, Α [κινῶ]
1. (κυρίως σχετικά με στράτευμα) οδηγώ προς τα εμπρός
2. προκαλώ ή αρχίζω προηγουμένως («προκινεῑν τὴν μάχην», Διόδ.)
3. διεγείρω ή εξεγείρω εκ τών προτέρων («προκινεῑν τὴν τοῡ νέου ψυχήν», Πλούτ.)
4. μεσ. προκινοῡμαι, -έομαι
χορεύω μπροστά στη θέα κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προκινησία — ἡ, Α προηγούμενη έξαψη, διέγερση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκινῶ, μέσω ενός αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *προκίνητος (πρβλ. ακινησία < ακίνητος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”