- προκινώ
- -έω, Α [κινῶ]1. (κυρίως σχετικά με στράτευμα) οδηγώ προς τα εμπρός2. προκαλώ ή αρχίζω προηγουμένως («προκινεῑν τὴν μάχην», Διόδ.)3. διεγείρω ή εξεγείρω εκ τών προτέρων («προκινεῑν τὴν τοῡ νέου ψυχήν», Πλούτ.)4. μεσ. προκινοῡμαι, -έομαιχορεύω μπροστά στη θέα κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.